Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ανοιχτό Πανεπιστήμιο από ποιον για ποιον;

Γράφει ο Σταύ. Κ.


«Η εποχή του ανοιχτού ή του κλειστού Πανεπιστημίου». Θα ‘κανε ωραίο τίτλο για νουβέλα ή βιβλίο του Χοσμπάουμ. Άλλωστε, ζούμε σ’ εποχή τέτοιας κοσμοϊστορικής βλακείας, που θ’ άξιζε να καταγραφεί λεπτομερώς. Η νέα μόδα είθισται στο να βλέπουμε τ’ ακαδημαϊκά πράματα υπό το πρίσμα του εξής ψευδοδιπόλου: ή ανοιχτά ή κλειστά ΑΕΙ· ένα σχήμα σκέψης που υιοθετήθηκε σχεδόν άκοπα, μετά τις κινητοποιήσεις των διοικητικών. Δε θα εστιάσω στο στόρι των τελευταίων μηνών. Απεναντίας, θα προβώ σε μια κριτική του αιτήματος για ανοιχτά Πανεπιστήμια. Και για να ‘μαστε ξηγημένοι: η οπτική από την οποία θα μιλήσω είναι αυτή του τελειόφοιτου -νυν εργαζομένου - μελλοντικού εργαζομένου στο χώρο της παιδείας. Θα μιλήσω δηλαδή βιωματικά κι όχι με θεωρητικά σχήματα ή καλές προθέσεις. Γιατί κάποιοι ενίοτε συγχέουν το χώρο της φαντασίας μ’ αυτόν της υφιστάμενης πραγματικότητας.

Πρώτα απ’ όλα, ο τρόπος που τίθεται το αρχικό ερώτημα (ανοιχτά ή κλειστά Πανεπιστήμια), όσο κι η μεθοδικότητα με την οποία, τόσο μα τόσο δραματικά, αναπαράγεται απ’ τα φερέφωνα της κρατικής προπαγάνδας και τους λοιπούς άκριτους σχολιαστές, είναι εξαιρετικά ανάλαφρος κι εντέχνως παραπλανητικός. Τι πάει να πει ανοιχτά και κλειστά Πανεπιστήμια; Θα μπορούσα να πω, χωρίς να λαϊκίζω, πως κι ανοιχτά όταν είναι τα Πανεπιστήμια κλειστά είναι. Που τα είδατε τα Πανεπιστήμια σας; Στα αφρόντιστα, παραμελημένα κτήρια που μοιάζουν με λατομεία; Στις παγερές, γκρίζες αίθουσες διδασκαλίας που στάζουν κάθε φορά που βρέχει; Στους κυρίους μεγαλοκαθηγητόπουλους που νοιάζονται περισσότερο για τους τύπους και τους τίτλους παρά για τους φοιτητές τους; Στους ίδιους που βλέπουν τους φοιτητές σα μέσα εξοικονόμησης ευρώ από την προώθηση των τρισάθλιων συγγραμμάτων τους; Στους λοβοτομημένους, απ’ την άλλη, φοιτητές που σέρνονται σα ζόμπι μέσα σ’ άψυχα κτήρια και βγάζουν ακόμη πρώτη δύναμη τη ΔΑΠ; Σ’ αυτούς που κοιτάνε να κουτσοβολευτούν κάπως στην αθλιότητα γύρω τους, παίρνοντας κουτσά-στραβά ένα πτυχιάκι, δίχως πραγματική αγάπη προς αυτό που σπούδασαν, αφού ήταν 5η ή 6η επιλογή τους στο μηχανογραφικό; Σ’ αυτούς που βγάζουν τη σχολή γιατί πρέπει να πάρουν «οπωσδήποτε» ένα χαρτί; Στους ίδιους που δε νοιάζονται που αύριο θα ‘ναι ελλιπείς στο αντικείμενό τους; Μήπως σ’ εκείνους που δεν ενδιαφέρονται για τίποτ’ άλλο πέρα απ’ τη γαμημένη πλαστική ομαλότητα κι ασφάλεια που τους παρέχει ο απέραντος κοινωνικός βόθρος στον οποίο κολυμπούν; Κι ας είναι καλυμμένοι με σκατά απ’ την κορυφή ως τα νύχια· βάζουν κολόνιες, φοράνε μια γραβάτα και νιώθουν καθαροί. Ε;

Πωπω τον μίζερο, θα πείτε. Τα ισοπέδωσε όλα. Και δεν έχει τίποτα καλό αυτό το τάχα Πανεπιστήμιο; Φυσικά και έχει. Απλά, αυτό συνήθως σήμερα δε βρίσκεται μέσα στ’ αποκτηνωμένα αμφιθέατρα· ή αν βρίσκεται πάει κόντρα στους προαναφερθέντες τύπους και κανόνες. Το καλό εγώ το βλέπω στους ανθρώπους που εργάζονται με συνείδηση κι αγαπούν αυτό που κάνουν· σ’ αυτούς τους διδάσκοντες που γουστάρουν σκεπτόμενους και σκεπτικούς φοιτητές κι ενισχύουν τις κλίσεις και τις αναζητήσεις τους· στους φοιτητές που σκέφτονται πέρα απ’ τη βαθμολογία και την αίθουσα διδασκαλίας, πέρα απ’ τα παραδεδομένα και παραδιδαγμένα μαθήματα· το βρίσκω, επίσης, στις ελεύθερες συναναστροφές και συζητήσεις στο χώρο του Πανεπιστημίου, στους χώρους ελεύθερης κοινωνικοποίησης και γνώμης όπως είναι οι χώροι συνάθροισης κι οι φοιτητικές εστίες· στις ελεύθερες εκφράσεις, κινήσεις και δράσεις που δημιουργούν συλλογικότητες και μη, στην ανυπακοή και την προαγωγή του διαφορετικού και πιο ανθρώπινου απ’ αυτό που ζούμε· το αναγνωρίζω στις μη καθοδηγούμενες προτάσεις, στη ζωντάνια της σκέψης χωρίς ταμπού και παρωπίδες, που ακόμη υπάρχει στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Το βλέπω ακόμη στα γκραφίτι στους γκρι τοίχους που απαιτούν έναν άλλο κόσμο, στην πηγαία τέχνη και την πνευματική παραγωγή εντός του Πανεπιστημίου που δε συμβιβάζεται και μουτζώνει και με τα δύο χέρια το χαοτικό καθεστώς μαλακίας που ζούμε. Δεν το βρίσκω σ’ ένα απονεκρωμένο ανοιχτό Πανεπιστήμιο, αλλά στο Πανεπιστήμιο που φέρουν μέσα τους όλοι αυτοί οι τρελοί, οι ονειροπόλοι, οι ανυπάκουοι, οι κριτικά σκεπτόμενοι, οι καλλιτέχνες, οι μη προσβεβλημένοι απ’ τη μάστιγα του καθωσπρεπισμού, της μιζέριας και της απόλυτης πειθαρχίας στην καταδυναστευτική κι εκμεταλλευτική κοινωνία που τρώμε στη μάπα καθημερινά. Σε όλους αυτούς που δεν κόβονται να συντηρήσουν την καρκινογόνα και στείρα γνώση της κοινωνίας αυτής, αλλά κοιτάν πώς να φτιάξουν νέα γνώση ή ν’ ανακαλύψουν αυτήν που οι πληρωμένοι νεκροθάφτες του συστήματος έθαψαν για να το προστατέψουν. Σε σας, λοιπόν, τους τελευταίους: μαντέψτε τι μαλάκες. Όσο βαθιά και να θάβετε κάθε μέρα τις ιδέες που δε σας συμφέρουν, πάντα κάποιοι βράδυ θα τις ξεθάβουν και θα σας τις δίνουν να τις τρώτε αγκαζέ με τα χώματα.  

Ποιο Πανεπιστήμιο θέλει ο καθένας μας λοιπόν; Από ποιον για ποιον; Εγώ θέλω το Πανεπιστήμιο των ζωντανών φοιτητών, των υγιών εργαζομένων και των σοβαρών κι όχι σοβαροφανών διδασκόντων, που θα κοιτά κατάματα την κοινωνία συμμετέχοντας ενεργά στην αναμόρφωσή της. Ένα Πανεπιστήμιο αυτοδιοικούμενο, που θα λειτουργεί από τα κάτω προς τα πάνω σε θέματα αξιολογήσεων, παραγωγής εκπαιδευτικού - επιστημονικού έργου και διοίκησης. Το Πανεπιστήμιο γιατί υπάρχει; Αναρωτηθήκαμε ποτέ; Θεωρητικά τουλάχιστο, υπάρχει για την προαγωγή της ελεύθερης σκέψης, της μη κατευθυνόμενης γνώσης και των επιστημών και φυσικά για την κριτική της κοινωνίας, την ανάδειξη των κοινωνικών αγώνων σε δύσκολες εποχές και τη σύνδεση μαζί τους. Ασχέτως αν στα χαρτιά αποτελεί ένα κρατικό Πανεπιστήμιο, ένα Πανεπιστήμιο του κράτους δηλαδή και των συμφερόντων του. Είναι δικό μας. Κι οφείλουμε να το οχυρώσουμε και να το δούμε σα δικό μας. Το Πανεπιστήμιο δεν υπάρχει ή δεν θα 'πρεπε να υπάρχει για να παράγει στείρα τεχνοκρατική γνώση, να εξυπηρετεί καθηγητικά μικροσυμφέροντα, να προάγει εμπορευματικές λογικές, να υποτάσσεται σε πολιτικάντικες σκοπιμότητες ή να κάνει τουμπεκί τις κρίσιμες στιγμές. Και ξέρεις τι; Κάπου έλεγε ο Μπουκόφσκι για μια φαγούρα που ένιωθε στο εσωτερικό του καρπού του χεριού του, σα να περπάταγαν μυρμήγκια από μέσα. Ένα τέτοιο πράμα νιώθω σχετικά μ' αυτά. Σκοπιμότητες, μικροσυμφέροντα κι απάθεια. Ο θάνατος του Πανεπιστημίου. Ο θάνατος της σκέψης. Εμετικές δοσοληψίες που δίνουν και παίρνουν δεκαετίες τώρα, καταντώντας τα ΑΕΙ καμπαρέ. Έχουμε τον νταβατζή, τις μίσθιες πουτάνες που χορεύουν και προσπαθούν να βάλουν στην καβάτζα με πουστιές ό,τι μπορούν παραπάνω και τους πελάτες που μπαίνουν με μια επιθυμία να γαμήσουν και τελικά δε γαμάνε ποτέ. Έτσι βγαίνουν έξω μαραζωμένοι, μ’ ένα αίσθημα ανικανοποίητου κι αρκετά φράγκα λιγότερα. Κάνε μόνος σου τους παραλληλισμούς.

Σ’ αυτήν την κατάσταση δεν έφεραν τα ΑΕΙ ούτε τα συνθήματα στους τοίχους, ούτε οι απλοί εργαζόμενοι. Τα έφεραν οι σάπιες πολιτικές σκοπιμότητες, οι σκατένιες πανεπιστημιακές διοικήσεις που εξυπηρετούσαν τα ατομικά τους μικροσυμφέροντα και στηρίζονταν αφειδώς από τις εκάστοτε πολιτικές, η δική μας μικρότερη ή μεγαλύτερη νωχέλεια και φυσικά οι δύο μεγαλοπαρατάξεις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ, που αποτελούσαν ανέκαθεν τη γέφυρα διασύνδεσης και μετάδοσης της σαπίλας, του νεποτισμού και του εκμαυλισμού μεταξύ των άνω (πολιτικών/διοικούντων) και των κάτω (φοιτητών) διαμέσου των φλεγματικών κομματόσκυλων. Πράγματι, τα κομματόσκυλα αναπαρήγαγαν τόσο πετυχημένα τη νοοτροπία του εύκολου, της εκμετάλλευσης, του θεάματος και του σεξισμού· την κουλτούρα δηλαδή της απόλυτης εγκεφαλικής απονέκρωσης και ξεφτίλας που μας οδήγησε εδώ σαν κοινωνία εν γένει. Αποτέλεσαν τα δεκανίκια του μικροαστικού φοιτητικού ονείρου (κάτι σαν το american dream στην καλτ έκδοσή του) και στήριξαν τον καπιταλισμό με τον καλύτερο τρόπο, δημιουργώντας αστούς-λακέδες, ρουφιάνους του συστήματος, ενώ οι λίγοι κι εκλεκτοί πατούσαν στα κεφάλια των υποτακτικών τους, για να σκαρφαλώσουν στα ψηλότερα κλαδιά της κομματικής τους μπανανιάς.

Σήμερα, εν μέσω ακόμη των απεργιών, πολλοί απ’ αυτούς που υποστηρίζουν με θέρμη τις ανοιχτές σχολές είναι πρώην ή νυν δαπιτοπασπίτες. Τα πάρτυ κι οι εκδρομές κάπου άφησαν τους γλύκες πίσω με τα μαθήματα και θέλουν να τελειώνουν πριν μπει σ’ εφαρμογή το ν+2 και διαγραφούν. Αυτό τους νοιάζει περισσότερο απ’ όλα. Να τελειώνουν. Να προχωρήσουν τη ζωή τους. Έχουν και σχέδια τα παιδιά. Πρέπει να μπουν σε μια σειρά. Πρέπει να δουλέψουν. Πρέπει να κάνουν οικογένεια. Κι έχουν τους αναρχοάπλυτους να τους κρατάνε κλειστές τις σχολές και να τους καταστρέφουν το τόνους βρωμιά υποσχόμενο μέλλον τους. Σα ν’ ακούω τ’ ανάθεμά τους: «καταραμένα περιθωριακά σκουλήκια. Εμείς έχουμε κοννέ στο κώμα, οικογενειακές επιχειρήσεις, ρούχα, λεφτά, γκόμενες, γκόμενους, αμάξι, rayban, φιξαρισμένο μαλλί, ipadpretty-bra. Εσείς τι έχετε ρε παλιολέτσοι; Σκουπίδια της κοινωνίας, γιούφτοι, αριστεριστές, αφάνες», κτλ. Βέβαια τα παραλένε, ειδικά σ’ αυτά για τους αφάνες.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη κατηγορία αυτών που θέλουν «ανοιχτές σχολές», φοιτητών και καθηγητών. Αυτοί, συνήθως, έχουν μια μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα απ’ ό,τι οι προηγούμενοι. Όχι πολύ μεγαλύτερη, βέβαια. Το σημαντικό είναι πως δεν είναι όλοι ΛΟΒΟΤΟΜΗΜΕΝΑ ΚΑΘΙΚΙΑ. Αρκετά σημαντικό. Όσον αφορά τους φοιτητές αυτής της κατηγορίας, ξεπήδησαν μετά την παρακμή της ΔΑΠΑΡΑΣ και δεν εντάσσονται σε κομματικά σχήματα. Δηλώνουν ανεξάρτητοι. Ίσως να ‘ταν όντως, ακόμη κι αν η ΔΑΠΑΡΑ δεν είχε χάσει την πάλαι ποτέ αίγλη της, καθώς έχω συναντήσει κι αξιόλογα άτομα ανάμεσά τους. Τους διαρρέει μια σύγχυση γενικώς, μια σύγχυση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, πράξης και θεωρίας. Αυτά τα περίεργα πλάσματα θεωρούν πως, κατά έναν παράξενο και μεταφυσικό τρόπο, το Πανεπιστήμιο αποκόπτεται -και μάλιστα οφείλει να το κάνει- από την υπόλοιπη κοινωνία. Ίσως κι απ’ την ανθρωπότητα εν γένει. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να ‘ναι κάτι σαν την Άζγκαρντ, την υπερουράνια πατρίδα του Θορ, μια χώρα των Θεών, όπου το κρασί δεν τελειώνει ποτέ, τα πάντα είναι χρυσά, όλοι είναι πάντα χαρούμενοι και δεν υπάρχουν άσχημα κορίτσια· ούτε αγόρια χωρίς τουλάχιστον δώδεκα κοιλιακούς.

Πίσω στην πραγματικότητα. Παρά το δέλεαρ, που πράγματι ενέχει μια τέτοια σκέψη σε κάποια επιμέρους σημεία της, τέτοιοι ευφάνταστοι διαχωρισμοί δεν υπάρχουν εδώ. Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Όταν τελειώνω τη σχολή πηγαίνω στη δουλειά. Δουλεύω ως τεχνικός, ανασφάλιστος, με λίγα ευρώ την ώρα. Δεν είναι σταθερή δουλειά, αλλά μου εξασφαλίζει τα προς το ζην, καθώς δεν έχω κάποιον να με πληρώνει για να σπουδάζω. Τις ώρες που χάνω στη δουλειά πολύ ευχαρίστως θα τις αντάλλαζα με ξεκούραση, ανάγνωση βιβλίων, βόλτες ή σεξ. Δεν γίνεται όμως, βλέπεις; Είναι άλλο αυτό που θέλω και φαντάζομαι κι άλλο αυτό που κάνω αναγκαστικά για να τα φέρω βόλτα και να ‘χω να πάρω έναν καφέ. Ή καμιά τυρόπιτα. Ανάλογα αν η μέρα είναι μονή ή ζυγή. Πάντα τα μπερδεύω αυτά τα δύο. Τέλος πάντων. Το θέμα είναι πως υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ ιδανικής σύλληψης της πραγματικότητας και πραγματικότητας. Ή σκέψης και ύπαρξης. Πολλές φορές μπερδευόμαστε. Νομίζουμε πως αυτό που σκεφτόμαστε είναι και πραγματικό. Έτσι την πάτησε κι ο κακόμοιρος ο Άνσελμος (ασέξουαλ μοναχός του 11ου αιώνα που πίστευε ότι ο Θεός υπάρχει μόνο και μόνο γιατί μπορούμε να τον σκεφτούμε. Αυτή η εξυπνάδα, που από κάποιους θεωρήθηκε πολύ καλό επιχείρημα (!), ονομάστηκε οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού). Ο Θεός, έλεγε, υπάρχει επειδή μπορούμε και μόνο να σκεφτούμε την έννοια ενός πανάγαθου, πάνσοφου, παντοδύναμου κλπ. όντος. Αμ, δε.

Αν, βέβαια, δε τη νιώσεις την πραγματικότητα στο πετσί σου, να σε τσουρουφλίζει σαν το τηγανιτό λάδι, πώς να το εμπεδώσεις; Αν δεν είσαι σε μια φάση μεροδούλι-μεροφάι, αν δεν έχεις ολοήμερο άγχος και βάρος μη χάσεις τη δουλειά σου από καμιά μαλακία ενώ ταυτόχρονα νοιάζεσαι για τις σπουδές σου, αν δε σκέφτεσαι και τα τελευταία 20 λεπτά του ευρώ που θα χαλάσεις, τότε πώς; Θα καταλάβεις άμα στο λέω, ενώ με βλέπεις και μ’ ακούς αλλοιωμένο μέσα απ’ τη big bubble που ‘χεις φτιάξει κοιτώντας με αφ υψηλού; Μπράβο σου που είσαι εκεί και δεν σε κόβει γι’ αυτά. Εγώ όμως κι αρκετοί άλλοι δεν είμαστε, μαλάκα. Επίτρεψε μου τον όρο. Γιατί ψιλοείσαι εδώ που το λέμε. Μη μου το παίζεις δήθεν ανθρωπιστής και προοδευτικός όταν δε βλέπεις ούτε στα 3 μέτρα τι συμβαίνει γύρω σου. Όταν δε βλέπεις σε τι κοινωνία εξαθλίωσης κι ανθρωποφαγίας ζούμε, επειδή εσύ έχεις πάντα το 20ευρο στην τσέπη και το καλοριφέρ πληρωμένο. Ότι τάχα σέβεσαι τα αιτήματα και τον αγώνα των απεργών, ενώ δεν έχεις νιώσει ποτέ τις ανάσες της ανεργίας, της «διαθεσιμότητας» και της απόλυτης αφραγκίας να καίνε το σβέρκο σου. Πες εξαρχής «πως εγώ, για εντελώς ατομικιστικούς σκοπούς, θέλω να πάρω το πτυχίο μου, να βγω στην αγορά εργασίας και να το παίξω μάγκας προσπαθώντας να γίνω ένας ακόμη μαλάκας, χαραμοφάης ή αφεντικό σου». Μην μου πουλάς φούμαρα όμως. Μη μου λες ότι «σε νοιάζει». Πες ότι δε σε νοιάζει εξαρχής. Πες ότι δε σε νοιάζει αν όλοι οι υπόλοιποι κόψουν το λαιμό τους. Αρκεί εσύ να κάθεσαι βολικά κι υπερφίαλα στη μεταξωτή σου πολυθρόνα που τρίζει σαν στηρίζεται πάνω σε ματωμένες πλάτες άλλων.

Βλέπεις, εάν δεν μας αρέσει η κατάσταση που ζούμε, προσπαθούμε να την αλλάξουμε. Σωστά; Για να την αλλάξουμε, όμως, χρειαζόμαστε κάποιες προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα θέληση για αλλαγή. Πέραν των μεγαλόστομων ρητορειών σου δεν σε είδα ποτέ να κάνεις μια πρακτική προσπάθεια για οτιδήποτε. Μόνο βερμπαλισμός, γκρίνια και μιζέρια. Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια Χ δυναμική· χρειαζόμαστε ανθρώπους που θέλουν εξίσου με μας ν’ αλλάξουν τα πράγματα και χρειαζόμαστε δράσεις προς αυτόν το σκοπό που θα φέρουν αποτέλεσμα. Έχεις δει εσύ τόσα χρόνια μ’ ανοιχτά τα Πανεπιστήμια να ‘χει αλλάξει τίποτα στο ακαδημαϊκό κομμάτι ή στην κοινωνία προς το καλύτερο; Όχι; Λίγα; Είσαι πάντα συνεπής στο μάθημά σου όμως. Μόνο αυτό σε νοιάζει τελικά. Κι όταν χτυπάει το κουδούνι έχεις γίνει καπνός. «Τέλειωσαν οι υποχρεώσεις για σήμερα», λες. «Πάμε σινεμά. Παίζει το εγώ και το πουλί μου».

Οι μόνες περιπτώσεις που το Πανεπιστήμιο έκανε αισθητή την όποια παρουσία του στον κόσμο διαρρηγνύοντας τον κοινωνικό ιστό, ήταν καλώς ή κακώς όταν οι φοιτητικές πλειοψηφίες ή μειοψηφίες προέβησαν σε δυναμικές κινήσεις και κινητοποιήσεις, με το όποιο κόστος που αυτό ενίοτε είχε. Το κατά πόσο αποτελεσματικές ήταν στην εκάστοτε περίπτωση οι κινητοποιήσεις αυτές ή το τι αλλαγές προκάλεσαν σε επίπεδο ρεαλιστικής πολιτικής, είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Πάντως, μάλλον συντήρησαν για κάποιο διάστημα μια σάπια υπάρχουσα κατάσταση προς αποφυγή των χειρότερων, παρά δημιούργησαν μια σταθερή δυναμική ή προέβησαν σε προοδευτικές καινοτομίες. Έστω κι έτσι, όμως, κάτι έγινε. Κάτι κουνήθηκε. Απλώς, δεν είχε τη συνέχεια που του άρμοζε, λόγω νωθρότητας κι επανάπαυσης μεγάλου μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Πιθανότατα είσαι κι εσύ που το διαβάζεις μέσα σ’ αυτό, οπότε μην κουνάς το κεφάλι καταφατικά. Μ’ απλά λόγια, μόνο όταν ο κώλος μας καίγεται τρέχουμε και μετά κοιτάμε να κουτσοβολευτούμε πάλι. Λες και το πρόβλημα ήταν μόνο ο νόμος διαμαντοπούλου ή το σχέδιο Αθηνά. Όχι. Απλά έχουμε συνηθίσει. Κι η μιζέρια μια συνήθεια δεν είναι στην τελική; Και μιζέρια θεωρώ αυτήν την απάθεια που συναντώ κάθε φορά που πάω σχολή, αυτή την ανευθυνότητα παιδιών 20+ που τα περιμένουν όλα στο πιάτο· περιμένουν εναγωνίως να τα ταΐσουν με το κουτάλι μια ρουτίνα τρεναρισμένης λειτουργίας και προβληματικής οργάνωσης που κινείται σ’ αυστηρές, προκαθορισμένες ράγες. Μόνο που το τραίνο φτάνει πάντα τις λάθος ώρες. Κι υποτίθεται πως όλο κλαίγονται ότι δεν τους αρέσει αυτή η κατάσταση. Κι όμως, δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν.

Το πρόβλημα, λοιπόν, εγώ το εντοπίζω στην αδιαφορία. Δεν το εντοπίζω ούτε στις απεργίες, ούτε στις καταλήψεις. Τουλάχιστον τότε κάτι γίνεται· κι ας είναι μαλακία αυτό που γίνεται· υπάρχει ακόμη μια κάποια αντίσταση κι ας υπάρχει μεσούντων αρκετών μικροσυμφερόντων κλπ. Ο απαθής, όμως, ο ψυχρός κι ανάλγητος μέσος φοιτητής και πολίτης, αυτός είναι που σιχαίνομαι και φοβάμαι περισσότερο. Τον σιχαίνομαι για την αναισθησία κι αφροσύνη του και τον φοβάμαι γιατί ξέρω ότι τόσο οι Σαμαράδες όσο κι οι Αδόλφοι απ’ αυτόν αντλούν τη δύναμή τους. Απ’ τον άβουλο κι αποκτηνωμένο ανθρωπάκο της διπλανής πόρτας. Αυτός είναι ο γνωστός σε όλους μας μέσος ανθρωποαστός· ο δουλικός εργαζόμενος, ο καλός καταναλωτής, ο παθητικός τηλεθεατής, ο κοινωνικά απαθής, ο πιστός της κάθε απιστίας κι ο οπαδός της πλάκας που όλοι έχουμε λίγο ή πολύ μέσα μας. Ως καθαρά προϊόντα της καπιταλιστικής κτηνωδίας, αντί να ψάχνουμε τρόπους να σκοτώσουμε τις βλαβερές συνήθειες που μας βύθισαν στα σκατά που είμαστε, επιχειρούμε ακόμη και τώρα να ζούμε σε σκατένιες ψευδαισθήσεις τάξης κι ασφάλειας. Να πάρουμε πτυχίο, ναι.

Μην κλείνετε το Πανεπιστήμιο λοιπόν. Είναι κακό. Είναι ένας φάρος χωρίς φως. Είναι ένας άγγελος χωρίς φτερά. Ένα άπτερο ιδανικό είναι. Και τα ιδανικά παραμένουν ανοιχτά· ακόμη κι αν φτάνουν στο θλιβερό σημείο να μην προάγουν τίποτα το ριζοσπαστικό κι ανθρώπινο μέσα στ’ αμφιθέατρα. Δεν πειράζει. Καλά να ‘μαστε να λέμε πως έχουμε Πανεπιστήμιο. Να μπορούμε να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια και να λέμε «στην υγειά του αριστούχου», «στην υγειά του πτυχιούχου». Να ‘μαστε ευτυχείς που κάνουμε τα σφάγια στο βωμό της χιλίων φορών διατρανωμένης αποκτηνωτικής πολιτικής μιας κομματική μαφίας. Να πάμε χαρωποί - χαρωποί σχολή για το νέο έτος που παίζουμε σε έργο - παρωδία τους σαλτιμπάγκους αυτών που θα ‘πρεπε να κρεμάσουμε στις πλατείες –ξέρω, ξέρω, καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, βάλε Χ-. Να χεζόμαστε απ’ τη χαρά μας για την αναβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας σε «ιδιωτικές κι ακριβοπληρωμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες που ενίοτε ενοικιάζουμε σε κολλέγια». Γιατί το καλό πληρώνεται. Κι όπως λέει κι ο Άδωνις φτάσαμε στο σημείο το mediterranean college να μας κάνει σκόνη. Αυτοί έχουν μεγάλα κόκκινα χαλιά στους διαδρόμους. Αυτοί δεν έχουν πεταμένα τσιγάρα στις αίθουσες. Πολιτισμός. Παιδεία. Τεχνοκρατική εκπαίδευση αναλώσιμου εργατικού δυναμικ... ΕΕεχμμ, γκουχ γκχ. Με συγχωρείτε. Και φυσικά να επικροτούμε και να θαυμάζουμε τη γενναία κίνηση εξορθολογισμού του φιλολαϊκού κρατικού μηχανισμού που τσάκισε παραπάνω από πεντακόσια διεφθαρμένα αρχίδια, καταδίκασε αυτά και τις όποιες διεφθαρμένες οικογένειες τους στην απαθλίωση ή ακόμη και το θάνατο (ποιον νοιάζει άλλωστε αν δεν είναι αυτός ο ίδιος που πεθαίνει; Γιατί τότε μόνο όλοι οι άλλοι πρέπει να νοιαστούν γι’ αυτόν). Ήταν βύσματα. Ήταν για πέταμα. Δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Βολεμένοι! Και τον έπαιζαν όλη μέρα. Ξέρω ‘γω, αρκετοί ίσως το ‘καναν. Δε λέω τ’ αντίθετο. Αλλά οι κυβερνώντες μάλλον τον παίζουν πιο πολύ. Αφού οι ίδιοι ακριβώς που τώρα τους διώχνουν τους έβαλαν πριν λίγα χρόνια μ’ αντάλλαγμα μια ψήφο. Τη ψήφο του αίματος. Για να τους προστατεύουν. Και τελικά τον ήπιαν κι αυτοί και όλοι. Ήρθε η Μέρκελ. Και τι μας νοιάζουν τώρα λίγοι μαλάκες μπρος στον ποθητό εξορθολογισμό; Heil. Πέτα τους, αναλώσιμοι αριθμοί είναι. Το μη χείρον βέλτιστον, που μου ‘πε και κάποιος θαυμαστής του Άδωνη που πέτυχα στον προθάλαμο ενός ψυχιατρείου σήμερα. Το σημαντικό όμως είναι ότι έκλεισε το Πανεπιστήμιο.

Είναι ένα φετίχ το Πανεπιστήμιο. Πώς να το κάνουμε τώρα. Αυτό το βαλλόμενο βασίλειο της γνώσης. Αυτός ο φούρνος πνευματικών τσουρεκιών. Όταν κλείνει είναι ήδη κλειστό προ πολλού, αλλά τι να λέει. Γιατί να κοιτάξουμε να το ανοίξουμε πραγματικά, να το αναβαθμίσουμε, με ουσιαστικές δράσεις, ανωτέρου επιπέδου μαθήματα, ποιοτικές συζητήσεις, αξιολογήσεις διοικητικών-καθηγητών και κινήσεις εξυγίανσης που θα προέρχονται από μας, ενώ μπορούμε να πιάνουμε φιλίες με πασπίτες και να περνάμε τα μαθήματα μ’ έτοιμες εργασίες ή χωρίς καν να πηγαίνουμε να τα δίνουμε; Οι απεργοί φταίνε. Και ο Πελεγρίνης. Αυτός φταίει για όλα βασικά. Όταν είχε δώσει γραμμή να μπαίνουν παντού δεκάρια για να τον ψηφίσουμε για πρύτανη (εμείς, οι θυματοποιημένοι φοιτητές), τότε δεν έφταιγε. Σκάσε. Τότε ήταν καλός. Μετά κάπου καταλάβαμε και ποιον βγάλαμε για πρύτανη. Τότε έγινε κακός. Όταν δεν έκανε τίποτα ενάντια στους απεργούς για αυτούς που ήταν καλός έγινε κακός και για τους άλλους το αντίθετο. Μπερδεύτηκα. Κάπως έτσι είμαστε. Και δεν έχουμε αλλάξει. Και δεν προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε. Δήθεν θύματα κι αυριανοί δήμιοι μιας κοινωνίας υπερβουλιμικής υποκρισίας. Μιας κοινωνίας ψευτιάς και θεάματος. Συντηρούμε αυτήν την κοινωνία μ’ όλες μας τις δυνάμεις και δε λέμε να ξεκουνήσουμε για κάτι άλλο. Και μετά κλαίμε που όλα πάνε σκατά. Ε, φυσικά και θα πάνε όλα σκατά. Αφού εμείς οι ίδιοι έχουμε στο κεφάλι σκατά και ζέχνουμε σκατίλα.

Κακά τα ψέματα. Η ομαλότητα κι η μιζέρια στο στάδιο των κανονικοποιημένων καπιταλιστικών αντιφάσεων που βιώνουμε σπάνε μόνο με σοκ πλέον. Ισχυρά σοκ. Κι η απεργία των διοικητικών ήταν ένας τέτοιος σεισμός πολλών ρίχτερ. Σαν προμήνυμα αυτών που έρχονται, κατέστησε σαφές πως δεν υπάρχει καμιά φαινομενική ομαλότητα πια. Τέλειωσαν οι μαλακίες. Τα πάντα είναι ρευστά, τα πάντα παίζονται και τίποτα δεν πάει καλά. Ούτε το πτυχίο σου είναι σίγουρο ότι θα πάρεις, ούτε πως θα υπάρχει Δημόσιο Πανεπιστήμιο την αυριανή μέρα. Το ‘πιασες;

Το σφάλμα που εξακολουθεί να γίνεται από διάφορες μερίδες του ακαδημαϊκού κόσμου και της κοινωνίας, είναι να θεωρούν πως το Πανεπιστήμιο ζει μέσα σε τέσσερις τοίχους ή πως πρέπει να στηρίζεται πάνω σε καθαγιασμένους θεσμούς. Και ξαναρωτάω θεσμούς από ποιον για ποιον; Πανεπιστήμιο από ποιους για ποιους; Το Πανεπιστήμιο στηρίζεται πάνω σε ανθρώπους. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι τα τούβλα του, ούτε τα νομικά έγγραφα λειτουργίας του, αλλά το έμψυχο δυναμικό του. Αυτό καθορίζει την ποιότητά του. Ένα αξιοπρεπές Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να στηριχθεί στους θεσμούς μιας κυβέρνησης που επιθυμεί την απόλυτη τεχνοκρατική εξειδίκευση, τη συρρίκνωση όλων των ανθρωπιστικών σπουδών και το θάνατο κάθε κριτικής συνείδησης. Δεν μπορεί μια Παιδεία να δομηθεί πάνω σε πρότυπα φτηνής μαζικής παραγωγής και καπιταλιστικής εξαχρείωσης. Δεν μπορεί μια Παιδεία να στηθεί πάνω σε καψαλισμένα τραπουλόχαρτα. Το μέσο καθορίζει το σκοπό· αυτό μας δείχνει η πρόσφατη ιστορία. Κι αν υποχωρήσουμε, εάν δεχθούμε αναντίρρητα την κρατική ρυθμιστική επιβολή προς κάποιον τάχα εξορθολογισμό, τότε θα διαπιστώσουμε πως αγοράσαμε όλο το πακέτο φουλ έξτρα κι όχι μια επιμέρους «θετική» μεταρρύθμιση. Άλλωστε θα ‘ταν τυφλός όποιος δε βλέπει πώς πασχίζουν απ’ το 2007 με τρία νομοσχέδια να βάλουν τους ιδιώτες απ’ την πίσω πόρτα στα ΑΕΙ (μία με την εξίσωση των ΙΕΚ με τα ΑΕΙ, μία με το ψαλίδι της δημόσιας χρηματοδότησης και τώρα με τη λογική «εξορθολογισμού». Κι έχουν πάρει ως τώρα τρία από τα τρία. Όχι λόγω του «ανοιχτού» Πανεπιστημίου, ε;). Γι’ αυτό το λόγο κάποτε δικαιολογώ τη μονομέρεια της αριστεράς, όχι όμως πάντα. Κι αυτοί σκατά ξερνάνε τις περισσότερες φορές. Γιατί ούτε νόημα βρίσκω στο να συντηρείς μία ήδη τρισάθλια κατάσταση, δίχως να προσπαθείς να τη μεταβάλλεις.

Το θέμα είναι πως, πλέον, αν θέλουμε ένα διαφορετικό Πανεπιστήμιο πρέπει εμείς οι ίδιοι να το φτιάξουμε. Είναι κατανοητό πια. Είναι κατανοητό πως οι έξωθεν παρεμβάσεις θ’ αποσκοπούν πάντοτε στην πλήρωση των ιδίων συμφερόντων. Είναι κατανοητό πως οι άνωθεν διοικητικές παρεμβάσεις θ’ αποσκοπούν στο ίδιο ακριβώς πράγμα. Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο πρέπει κι οφείλει να χτιστεί και να οχυρωθεί από τα κάτω. Από μας τους ίδιους, φοιτητές, υπαλλήλους και διδάσκοντες που αγαπάμε και γουστάρουμε το Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο που κουβαλάμε μέσα μας και θα θέλαμε να έρθει στην ύπαρξη. Γιατί δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει. Πρέπει να το χωνέψουμε. Όσοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν έχουν θέση πια σ’ αυτό. Όσοι δε θέλουν το Πανεπιστήμιο να παραμείνει Δημόσιο κι αξιοπρεπές, επίσης. Όταν συντηρούμε την αναξιοκρατία και την ευκολόβραστη γνώση, επικροτούμε κι ενισχύουμε την υποβάθμιση του Πανεπιστημίου. Οι εκκαθαριστικές και διορθωτικές προτάσεις, οφείλουν να προέρχονται από τα κάτω, μέσω κινήσεων και δράσεων που θα στοχοποιήσουν αισθητά και θ’ απομονώσουν τις ομάδες ή τα άτομα που λυμαίνονται το Πανεπιστήμιο. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι πρώτα-πρώτα να πάρουμε απόφαση να «εκκαθαρίσουμε» και να διορθώσουμε τους εαυτούς μας –όσο τετριμμένο κι αν ηχεί-. Να αποφασίσουμε ενεργά να εξοβελίσουμε τις διάφορες συνήθειες που έως τώρα φέρουμε και συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση και να πάψουμε να αδιαφορούμε. Στη συνέχεια, να προβούμε σε συλλογικές πρωτοβουλίες κι αποφάσεις, που δεν μπορούν πια να καθορίζονται ή να καθοδηγούνται από μειοψηφίες, αλλά από όλους μας. Να φτιάξουμε ομάδες, να κινήσουμε τμηματικές συνελεύσεις... Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για το Πανεπιστήμιο. Πρέπει να γίνει υπεύθυνος για το Πανεπιστήμιο. Δεν υπάρχουν πετυχημένες φόρμουλες. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις. Αν δε σταματήσουμε να τα περιμένουμε όλα έτοιμα και δεν αρχίσουμε να δημιουργούμε, να δρούμε ενεργά προς την κατεύθυνση της αλλαγής εμείς οι ίδιοι, τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. Πάντοτε θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα αυτών που καθορίζουν κι υποκινούν την όποια αλλαγή. Ποτέ τα δικά μας.

Υ.Γ. Κάτι τελευταίο προς το μέσο δαπιτοπάσπερ φοιτητή που ζητά φετιχιστικά ανοιχτή σχολή. Ρε μαλάκα. Δε με νοιάζει στην παρούσα αν θα ‘χω ή δε θα ‘χω γραμματεία στη σχολή μου. Δε με νοιάζει και να λειτουργούν όλα ομαλά. Από τη στιγμή που εκβιάζεται από μια σκατοκυβέρνηση μ’ απόλυση υπό συνθήκες ραντομιάς έστω κι ένας άνθρωπος, όχι πεντακόσιοι και χίλιοι, αλλά ένας, ακόμα κι αν μπήκε με βύσμα, ακόμα και βολεμένος να ‘ναι, θα τον υπερασπιστώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις. Γιατί πριν απ’ όλα τ’ άλλα, αν υπάρχει όντως πρόβλημα ή όχι, αν είναι κακώς διορισμένος ή όχι, βάζω μπροστά κάτι που λέγεται ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δοκίμασέ το κάποτε. Έτσι, οποιονδήποτε άνθρωπο κι αν πάνε να ξεπαστρέψουν σα το σκυλί στ’ αμπέλι οι κρετινομπέηδες, που οι ίδιοι χρειάζονται ξεπάστρεμα και μέχρι χθες ρουσφετοδιόριζαν ανεξέλεγκτα για ψηφαλάκια, θα τον υπερασπιστώ. Θα υπερασπιστώ αυτόν τον άνθρωπο. Κι ας είναι αρχίδι. Κι αν εσύ δεν είσαι αρχίδι, έλα αύριο που θ’ ανοίξει το Πανεπιστήμιο και θα ‘ναι και το μυαλό σου ανοιχτό, εσύ που τώρα ζητάς ανοιχτή σχολή γιατί δε μπορείς να ζήσεις μακριά απ’ τα ντουβάρια, να δούμε τι χρειάζεται και τι δε χρειάζεται το Πανεπιστήμιο, να δούμε τι πάει και τι δεν πάει καλά και να το φτιάξουμε. Αλλά τζάμπα θα σε περιμένω. Δε σε νοιάζει πραγματικά. Δε θα ‘ρθεις. Είσαι αρχίδι τελικά. Όσες φορές σ’ αναζήτησα ήσουν άφαντος και σ’ αφασία. Βάραγες προσοχή στο αμφιθέατρο μετά σαλίων, άραζες στην καφετέρια κι έπαιζες τίτσου ή τον έπαιζες σπίτι. Και ποτέ δεν είχες χρόνο για τέτοια. Μαλάκα, ε μαλάκα.                                                                                                       Έπρεπε να το βγάλω από μέσα μου.





2 σχόλια:

  1. "Το κατά πόσο αποτελεσματικές ήταν, στην εκάστοτε περίπτωση, οι κινητοποιήσεις αυτές ή το τι αλλαγές προκάλεσαν σε επίπεδο ρεαλιστικής πολιτικής, είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα."

    Se authn thn kouventa thelw na symmetasxw

    "Το πρόβλημα, λοιπόν, εγώ το εντοπίζω στην αδιαφορία. Δεν το εντοπίζω ούτε στις απεργίες, ούτε στις καταλήψεις. Τουλάχιστον τότε κάτι γίνεται· κι ας είναι μαλακία αυτό που γίνεται· υπάρχει ακόμη μια κάποια αντίσταση κι ας υπάρχει μεσούντων αρκετών μικροσυμφερόντων κλπ. Ο απαθής, όμως, ο ψυχρός κι ανάλγητος μέσος φοιτητής και πολίτης, αυτός είναι που σιχαίνομαι και φοβάμαι περισσότερο. Τον σιχαίνομαι για την αναισθησία κι αφροσύνη του και τον φοβάμαι γιατί ξέρω ότι τόσο οι Σαμαράδες όσο κι οι Αδόλφοι απ’ αυτόν αντλούν τη δύναμή τους. Απ’ τον άβουλο κι αποκτηνωμένο ανθρωπάκο της διπλανής πόρτας."

    true: http://www.youtube.com/watch?v=OsFEV35tWsg

    "Υ.Γ. Κάτι τελευταίο προς το μέσο δαπιτοπάσπερ φοιτητή που ζητά φετιχιστικά ανοιχτή σχολή. Ρε μαλάκα. Δε με νοιάζει στην παρούσα αν θα ‘χω ή δε θα ‘χω γραμματεία στη σχολή μου. Δε με νοιάζει και να λειτουργούν όλα ομαλά. Από τη στιγμή που εκβιάζεται από μια σκατοκυβέρνηση μ’ απόλυση υπό συνθήκες ραντομιάς έστω κι ένας άνθρωπος, όχι πεντακόσιοι και χίλιοι, αλλά ένας, ακόμα κι αν μπήκε με βύσμα, ακόμα και βολεμένος να ‘ναι, θα τον υπερασπιστώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις. Γιατί πριν απ’ όλα τ’ άλλα, αν υπάρχει όντως πρόβλημα ή όχι, αν είναι κακώς διορισμένος ή όχι, βάζω μπροστά κάτι που λέγεται ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δοκίμασέ το κάποτε. Έτσι, οποιονδήποτε άνθρωπο κι αν πάνε να ξεπαστρέψουν σα το σκυλί στ’ αμπέλι οι κρετινομπέηδες, που οι ίδιοι χρειάζονται ξεπάστρεμα και μέχρι χθες ρουσφετοδιόριζαν ανεξέλεγκτα για ψηφαλάκια, θα τον υπερασπιστώ. Θα υπερασπιστώ αυτόν τον άνθρωπο. Κι ας είναι αρχίδι. Κι αν εσύ δεν είσαι αρχίδι, έλα αύριο που θ’ ανοίξει το Πανεπιστήμιο και θα ‘ναι και το μυαλό σου ανοιχτό, εσύ που τώρα ζητάς ανοιχτή σχολή γιατί δε μπορείς να ζήσεις μακριά απ’ τα ντουβάρια, να δούμε τι χρειάζεται και τι δε χρειάζεται το Πανεπιστήμιο, να δούμε τι πάει και τι δεν πάει καλά και να το φτιάξουμε. Αλλά τζάμπα θα σε περιμένω. Δε σε νοιάζει πραγματικά. Δε θα ‘ρθεις. Είσαι αρχίδι τελικά. Όσες φορές σ’ αναζήτησα ήσουν άφαντος και σ’ αφασία. Βάραγες προσοχή στο αμφιθέατρο μετά σαλίων, άραζες στην καφετέρια κι έπαιζες τίτσου ή τον έπαιζες σπίτι. Και ποτέ δεν είχες χρόνο για τέτοια. Μαλάκα, ε μαλάκα. "

    Agree. An autos pou apolyoun aurio einai o vouleuths/ypourgos/megaloekdoths pou mexri shmera sou epine to aima tha exeis akoma thn idia antimetwpish?
    Ws pros to kommati ths anthrwpinhs aksioprepeias symfwnw kai epauksanw.
    Otan piasane ton Liaph ton trikaragkioza, h to tsoxatzopouleeiko kai tous ekanan rompa (toulaxiston sta media) eniwses kala , h eipes "re gamwto, anthrwpos einai den tou aksizei auto"?

    Proswpika eimai 100% yper ths anoixths sxolhs - h mallon - 100% kata ths katalhpshs.
    Auto pou lew mporw na sto sthriksw me epixeirhmata an exeis thn diathesh na syzhthseis mazi mou.
    Par ola auta h optikh sou mou aresei kai molonoti se kapoia diafwnw, se polla symfwnw mazi sou

    Manos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα. Ευχαριστώ για τα σχόλια. Δε χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα για να συζητήσουμε. Ως προς αυτά που έθεσες, είναι άτοπο να απολυθεί ο βουλευτής/υπουργός/μεγαλοεκδότης αφού αυτοί καθορίζουν ποιος θα απολυθεί. Δεν θα απέλυαν τον εαυτό τους. Πέραν αυτού, θεσμικά βλέπουμε πόσο έχουν ενισχυθεί και οι τρεις κατηγορίες τα τελευταία χρόνια. Είναι ολοφάνερο τι είδους πολιτική ακολουθείται, προς τα που οδεύει το πράγμα, ποιοι είναι αναλώσιμοι, ποιοι όχι και ποιοι πληρώνουν την κρίση.

    Όσον αφορά τους αποδιοπομπαίους τράγους, μου περνά παντελώς αδιάφορο. Εμένα θα κάνει καλύτερη τη ζωή μου το ότι ο τζοχατζόπουλος είναι φυλακή; Δεν έχω την αυταπάτη πως είναι οι μόνοι που έχουν εκμεταλλευτεί το ξεχαρβαλωμένο δημόσιο σύστημα. Υπάρχει εδραιωμένη και πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία περί πολιτικής, η οποία θεωρώ πως είναι αναπόφευκτο απότοκο του συστήματος που ζούμε, που δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί στρατιές τζοχατζοπουλέων. Δεν πρόκειται για κάποια νεφελώδη αύρα του κακού ή διεφθαρμένου ατόμου. Νομίζω πως πρέπει να εστιάσουμε στη νοοτροπία κι όχι στα αποτελέσματά της. Αυτά θα εξαλειφθούν αν αλλάξει η αντίληψη μας από τα κάτω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή