Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Το ποντίκι και το λιοντάρι

Είναι μία απ’ τις ιστορίες του Αισώπου, που μου διάβαζε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός. Ήταν, λέει, ένα λιοντάρι που κοιμόταν σε μια σπηλιά έξω απ’ το σπίτι ενός ποντικού. Το ποντίκι αποφάσισε, χωρίς να το πολυσκεφτεί, να περάσει πάνω απ’ το σώμα του λιονταριού για να βγει απ’ το σπίτι του. Ξάφνου, ενώ περνούσε, το λιοντάρι άνοιξε τα μάτια και βλέποντας στον τοίχο τη σκιά του ποντικού τρόμαξε μέχρι θανάτου. Πετάχτηκε, κουρνιάστηκε σε μια γωνία κι έτρεμε ολόκληρο. Μια αλεπού που ήταν παραδίπλα άρχισε να γελάει και του είπε κάτι τέτοιο: «εσύ, ολόκληρο λιοντάρι, το πιο δυνατό απ’ τα ζώα, να φοβάσαι τη σκιά ενός ποντικού. Που ακούστηκε;». Και το λιοντάρι αποκρίθηκε: «Δεν είναι η σκιά του ποντικού που φοβάμαι. Είναι η ιδέα ότι ένα ποντίκι περπατούσε ατάραχο πάνω στο σώμα ενός λιονταριού».

Έτσι είναι. Ακόμη κι η ισχυρότερη εξουσία, που δε φοβάται το μεγαλύτερο εχθρό, τρέμει ένα πράμα: αυτούς που αψηφούν απροκάλυπτα τη δύναμή της. Όταν, λοιπόν, κάποιος θελήσει να γκρεμίσει τον πιο φοβερό δυνάστη, δεν έχει παρά να κάνει το εξής απλό· να πάψει να τον φοβάται.

Επίσης, για να προχωρήσει προς τα μπρος, πρέπει αναγκαστικά να περάσει από πάνω του. Το ποντίκι πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τους φόβους του και να μη λογαριάσει τη δύναμη που φαίνεται να ‘χει το λιοντάρι. Αν το λέει η καρδιά του, θα νικήσει.

Όλοι σήμερα είμαστε λίγο ή πολύ ποντίκια. Νιώθουμε να πνιγόμαστε. Αισθανόμαστε ανίκανοι να κάνουμε τ’ οτιδήποτε. Βλέπουμε παντού λιοντάρια να μας φράζουν το δρόμο. Κι όταν βλέπουμε ποντίκια, μικρότερα από μας, εκεί που μας παίρνει, τα πατάμε. Ε; Ή τ’ αφήνουμε να ξεψυχήσουν. Τι μας νοιάζει; Έτσι μάθαμε. Μάθαμε να κοιτάμε τη δουλειά μας. Είναι πιο ασφαλές. Αυτό που πρέπει ν’ αναρωτηθούμε πια είναι αν αξίζει. Αν αξίζει αυτή η ζωή. Αν αξίζει μια ζωή να κοιτάς τη δουλειά σου. Να υποτάσσεσαι. Να σε εκμεταλλεύονται. Να εκμεταλλεύεσαι. Αν είναι καν ζωή αυτό που μας πλασάρουν ως τέτοια. Όταν πολεμάς κάθε μέρα με το φόβο, το άγχος και το υπαρξιακό κενό ο βίος καταντά αβίωτος. Είναι σα να βλέπεις τον εαυτό σου από ένα αλεξίσφαιρο τζάμι. Χτυπιέται πάνω κει, φωνάζει, κλαίει, μα μάταια. Είναι εγκλωβισμένος σε μια τρύπα που άλλοι έσκαψαν γι’ αυτόν. Κι εσύ στέκεσαι εκεί και κοιτάς· παρατηρητής της ίδιας σου της ταπείνωσης. Θεατής της ίδιας σου της μιζέριας. Ύστερα, αντί να κοιτάς πώς να βγεις απ’ το λάκκο, σκέφτεσαι τρόπους να θάψεις πιο βαθιά το διπλανό σου. Γιατί δε βλέπεις πως η μιζέρια είναι ολική, παρά νομίζεις πως αφορά μόνο τον υπερπολύτιμο εαυτό σου.

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, που λέει κι ο Κάλβος. Ίσως είναι καιρός πια να τολμήσουμε. Ξέρω ‘γω. Δε μπουχτίσαμε πια απ’ τις διαφημίσεις, τ’ αμερικάνικα κι ευρωπαϊκά πρότυπα καλής ζωής και σταθερής οικονομικής ανάπτυξης κι απ’ όλα τα υλικά και πολιτιστικά σκουπίδια γύρω μας; Ίσως ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πώς θα ζήσουμε με λιγότερα σαμπουάν και κινητά τηλέφωνα, αλλά με περισσότερη ανθρώπινη ουσία. Με περισσότερη αξιοπρέπεια. Μόνο τέτοιες σκέψεις θα μας απαλλάξουν απ’ τους δικούς μας δυνάστες. Απ’ τ’ αφεντικά που κοσκινίζουν το αίμα μας σε κεφάλαιο. Απ’ τους κύριους υπουργούς, που υπό το πρόσχημα της ομαλότητας και του οικονομικού εξορθολογισμού δίνουν τα πολλά στους λίγους και τα λίγα στους πολλούς. Αυτοί οι εξορθολογισμοί λειτουργούν πάντα προς όφελος των προυχόντων, κατά έναν παράξενο τρόπο. Ίσως δεν πρέπει να υπάρχουν προύχοντες για να ζούμε όλοι καλά. Ίσως πρέπει να κάνουμε κάτι για να μην υπάρχουν.

Στην τελική βαρέθηκα. Βαρέθηκα ρε. Τι τάχα πολιτισμός είναι αυτός, που περνάει ο άλλος να πάει να κάνει το ζόμπι σε μια πολυεθνική με λάπτοπ δυο χιλιάδων ευρώ, κοστούμι χιλίων και κινητό πεντακοσίων, μπροστά από κάποιον με κουρέλια, που κοιμάται στα κράσπεδα εκείνα που κάποιοι ηλίθιοι μπάτσοι δεν του ρίχνουν κουβάδες με νερό και δεν έχει ούτε ένα ευρώ να πάρει μια τυρόπιτα να φάει; Α ναι, ο άλλος τα δούλεψε τίμια. Και τα ρεμάλια καταντάνε έτσι γιατί δε δουλεύουνε. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του κι έτσι, ε; Πούτσες μπλε ρε. Ακούς; Τι πολιτισμός; Απανθρωπιά, βαρβαρότητα, χυδαιότητα, εγκεφαλική αφασία, ωμή βία με προσωπείο πολιτισμού. Αυτό είναι. Τίποτα άλλο. Κι εμείς είμαστε τα σκατά που επιπλέουμε στον απέραντο βόθρο της ανθρώπινης μαλακίας. Βαρέθηκα. Και τον πολιτισμό του κώλου και τις τάχα πολιτισμένες μας κοινωνίες. Ξέρω πως υπάρχεις κι εσύ που θα πεις: σήκω φύγε αν δε σ’ αρέσει. Όχι ρε μαλάκα. Θα κάθομαι εδώ να σου σπάω τα νεύρα. Ειδικά εσένα. Να σου χαλάω τη μέρα, μαζί και τη δική μου. Γιατί τη βρίσκω. Όταν φουσκώσουν τόσο οι φλέβες στο κεφάλι μου απ’ την αηδία που δε θ’ αντέχω άλλο εσένα, τον εαυτό μου και την κοινωνική μιζέρια που σέρνουμε όλοι σαν αλυσίδα θανατικής καταδίκης, ίσως ανέβω στο βουνό να στήσω καν’ αντάρτικο. Αν δε με φάνε οι λύκοι, οι άγριοι ή οι εκπολιτισμένοι, το πρώτο μαγαζί που θα χτυπήσω θα ‘ναι το δικό σου. Το νου σου.

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, ναι. Αν δεν πάρουμε απόφαση να λευτερώσουμε τους εαυτούς μας απ’ τη μιζέρια που σέρνουμε, κανείς δεν θα το κάνει για μας. Οι αντιπρόσωποι πεθάνανε. Ή μάλλον πάντα νεκροί ήτανε· απλά τώρα το παίρνουμε πρέφα. Βαρέθηκα. Τι να μου κάνει στην τελική το καινούργιο ζευγάρι παπούτσια, το καλό αμάξι, το iphone κι όλα τα καπιταλιστικά προνόμια της πάπαρης; Θα με κάνουν πιο ευτυχισμένο; Θα με φτιάξουν σαν άνθρωπο; Το πολύ-πολύ να με βοηθήσουν να πηδήξω καμιά γκόμενα. Γκόμενα, όχι γυναίκα· οι αληθινές γυναίκες δεν ψαρώνουν μ’ αυτά. Ή μπορεί να με βοηθήσουν να βρω καμιά καλή δουλειά. Μάνατζερ, διευθυντής και τέτοια. Για να μπορώ ν’ αγοράζω ακόμη περισσότερες καπιταλιστικές αηδίες· να μπορώ να γεμίζω το δωμάτιο μου με κάθε ευφάνταστη παπαριά που δε χρειάζομαι· να μπορώ να γεμίζω το υπαρξιακό μου κενό μ’ άχρηστα αγαθά. Να μπορώ να καταναλώνω, να καταναλώνω, να καταναλώνω· μέχρι να σκάσω απ’ την κατανάλωση κοπανιστού αέρα. Και να γράψουν στην ταφόπλακα: Καλός γιός. Καλός οικογενειάρχης. Καλός καταναλωτής. Πήγε ευτυχισμένος. Τον έπαιζε ευθεία.

Βαρέθηκα.
Λέω να μην τον παίξω σήμερα.

Βαρέθηκα.
Λέω να δοκιμάσω αυτό με το λιοντάρι.

Βαρέθηκα.
Εσύ όχι;



Σταύ. Κ.

1 σχόλιο: