Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Ξύπνησα κάπως βαριά και σήμερα

Γράφει ο Κ. Δ.


Ξύπνησα κάπως βαριά και σήμερα. Πάνε μέρες τώρα που νιώθω ότι κυοφορώ τον Βενιζέλο.

‘’Δεν πειράζει θα περάσει’’, ψέλλισα, ‘’όλα περνάνε’’. Έκανα γρήγορα να σβήσω το τηγάνι με τα μάτια. Παραλίγο να γίνουν φλαμπέ. Αν και μ’ αρέσουν τα μαύρα μάτια, τ’ αυγά μου τα προτιμώ πορτοκαλοροδοκόκκινα. Με το άλλο χέρι κράταγα το στομάχι μου που είχε διπλώσει από τον πόνο. Παλμικοί κραδασμοί τράνταζαν όλο μου το κορμί. Και τα 169 εκατοστά .’’Ο Μπένι έχει ορεξούλες πάλι’’ σκέφτηκα κι έκανα να πάω προς το χολ.

Προς μικρή μου έκπληξη βρήκα τη μάνα μου καθήμενη στον καναπέ να κάνει ζάπινγκ στην τιβί. Πάντα μου προκαλούσε ένα γλυκό μειδίαμα η θέασή της. Μια πλαδαρή μαούνα απλωμένη σαν γιγαντιαίο καλαμάρι πάνω σ’ έναν διθέσιο καναπέ που είχαμε πάρει από του Προκρούστη μισοτιμής. Φαινόταν έξω από τα νερά της. ‘’Ίσα που χωράει. Θα χρειαστεί να την κόψουμε αν συνεχίσει να τρώει με αυτό το ρυθμό’’ σκέφτηκα σατανικά και χύθηκα σε ένα σαφρακιασμένο πουφ.

Η τηλεόραση έπαιζε τις πενήντα αποχρώσεις της τρέσας. Ένα ξανθό καριολοπουτάνι παρήλαυνε με τον αέρα αρχαίας θεάς που μόλις είχε πιπώσει την ψωλάρα του Δία και τίναζε τα μαλλιά της να κρύψει το πηχτό νέκταρ που εξαπέλυσε το στυλιάρι του Θεού των Θεών. ‘’Η Κατερίνα Καινούριου είναι’’ μου ψιθύρισε η μάνα μου φανερά ενοχλημένη. Δεν ήθελε κανέναν να την αποσπά από την εκπομπή που έβλεπε κάθε μέρα στις 4. Ήταν μεγάλη ιεροσυλία να μιλάμε ενώ οι τηλεαστέρες έδιναν τον καλύτερο τους εαυτό για να περάσουμε εμείς καλά.

Την έβλεπα να παρακολουθεί αποχαυνωμένη τα  βυζιά του Κατερινιού που πάλλονταν σαν δονητής-σφαίρα στο σφιχτό μουνάκι παρθένας. Με την ίδια ευελιξία κινούνταν και τα ψεύτικα μαστάρια που τώρα διαπέρασαν το γυαλί της πλάσμα 45,6 ιντσών και κατευθύνονταν με ευθεία κίνηση στον εγκέφαλο της μάνας μου. ’’Μανά! Δεν τα βλέπεις;; Έρχονται για σένα! Άπαξ και εισχωρήσουν στο κεφάλι σου θα είναι πολύ αργά. Οι σκέψεις σου θα αντικατασταθούν από εικόνες. Εικόνες από ψεύτικα μαλλιά, ψεύτικα βυζιά, ψεύτικους γλουτούς, ψεύτικες ανάγκες. Μάνα, η τηλεόραση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ελεγχόμενος μηχανισμός κατασκευής ψευδών αναγκών και πλαστικών συνειδήσεων’’.

Καμία ανταπόκριση. Οι πρασινωπές ίριδές  της απειλούνταν από μαύρα ζοφερά πλέγματα αγγείων που είχαν ήδη κυριεύσει τους χιτώνες των ματιών της. ‘’Δεν μπορώ να επιτρέψω στο θέαμα να παρεισφρήσει στο σώμα της. Κι ας είναι μια μικροαστή βουβάλα που ολημερίς καταπίνει τις εγκεφαλικές της τσίμπλες’’.

Με διασκελισμό που θα ζήλευε και ο Γιάγια Τουρέ έτρεξα γρήγορα στην ντουλάπα με τα εργαλεία .Άρπαξα ένα καραβόσχοινο από αυτά που φύλαγε ο μπαμπάς σαν ενθύμιο για τότε στα καράβια. Το πέρασα αστραπιαία γύρω από το λαιμό μου και επέστρεψα στο χολ. Έφερα μια καρέκλα από μπαμπού μπροστά στα πόδια μου-μισοτιμής κι αυτή από του Προκρούστη. Ανέβηκα στην καρέκλα και έδεσα το σχοινί σφιχτά σε έναν ωχρό βυζαντινό πολυέλαιο που δεν μπορούσε να κουνήσει από τη θέση του ούτε ο Θεός.

‘’ΜΑΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΕ’’ κραύγαζα σπαραχτικά σε όλα τα ντεσιμπέλ που πιάνει το ανθρώπινο αυτί. ‘’Είσαι πιο δυνατή από την τηλεόραση. Δεν χρειάζεσαι μαριονέτες να υποδεικνύουν το πώς θα ζεις. Ζήσε με τους δικούς σου όρους, ΖΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ. Κοίτα με ρε μάνα ειδάλλως θα πεθάνω’’.

Άθελά μου παραπάτησα στην ξεχαρβαλωμένη γωνία της καρέκλας σπρώχνοντας την αρκετά ώστε να μην την φτάνω με τις άκρες των ποδιών μου. Ο κόμπος του σχοινιού έσφιξε γύρω από το λαιμό μου. Κρεμιόμουν στον αέρα και σάλευα όλο μου το κορμί μπας και ελευθερωθώ  ενώ από το στόμα μου εξέρχονταν τα τελευταία ισχνά βογγητά ζωής.

‘’Όχι τώρα Κώστα. Έχει το διαγωνισμό για την ηλεκτρική σκούπα της Delonghi. Μόλις βάλει διαφημίσεις’’.




Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Και πάλι εδώ

Γράφει η Κ.


Ήρθε ξανά πριν δύο μέρες. Ήρθε κι αυτήν την φορά το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που μου λύγισε τα γόνατα. Δεν μπορούσα να το αντέξω τέτοιο φορτίο, βαρύ, ασήκωτο. Είχε ξανά την ίδια μορφή με τότε πριν από πέντε χρόνια. Μαύρο και μουντό. Πελώριο που να σε σκεπάζει ολόκληρη. Να μην σε αφήνει να δεις έξω από αυτό για μέρες. Μπορεί και μήνες. Μπορεί και χρόνια.

Την τελευταία φορά το είδα που ερχόταν. Ίσως να το κάλεσα εγώ με κάποιον τρόπο. Τώρα όμως.. Τώρα ήρθε ύπουλα, μουλωχτά. Πέρασαν 3 μήνες για να καταλάβω ότι όντως ήταν παρόν. Η αλήθεια είναι πως είχα μία υποψία αλλά ο ευκολόπιστος νους μου είχε καθησυχαστεί σε λόγια ψεύτικα με όμορφο όμως και χρωματιστό περιτύλιγμα. «Ναι, όλα καλά.» Καλά..

Κάθε φόρα που το συναντώ σκέφτομαι όλο και πιο πολύ να το ακολουθήσω. Βαρέθηκα να με αιφνιδιάζει και κάθε φορά που εμφανίζεται η μοναδική καμπύλη ευτυχίας στο πρόσωπό μου----το χαμόγελο, όχι το γέλιο, έχει διαφορά---- να την κάνει ευθεία... Μια ατελείωτη ευθεία απ’την οποία τρέχεις να ξεφύγεις αλλά τελικά διανύεις όλο και περισσότερα χιλιόμετρα από ‘κείνη. Ψάχνεις το τέρμα στο απέραντο μαύρο που βλέπεις μπροστά σου την παραμικρή λάμψη φωτός.

Μα δεν ξέρεις πως όταν χάνεις κάτι αγαπημένο δεν υπάρχει φως;  Κάθε φορά που χάνεις κάτι που αγαπάς, κάθε φορά χάνεσαι και εσύ. Δεν το καταλαβαίνεις αμέσως. Το συνειδητοποιείς αργότερα.
Το χειρότερο
όμως είναι
όταν
δεν προλαβαίνεις
να του πεις
ένα
γαμημένο
αντίο
και..
πόσο
πολύ
το
αγαπούσες…